συσχετικός

συσχετικός
η , ό[ν] соотносительный; коррелятивный;

συσχετικες αντωνυμίες — грам, соотносительные местоимения


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "συσχετικός" в других словарях:

  • συσχετικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που έχει σχέση με κάποιον ή με κάτι 2. αυτός που συσχετίζει κάτι με κάτι άλλο 3. φρ. α) «συσχετικές αντωνυμίες» ορισμένες ερωτηματικές, αόριστες, δεικτικές και αναφορικές αντωνυμίες που έχουν αντίστοιχες μεταξύ τους έννοιες, π.χ …   Dictionary of Greek

  • συσχετικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με κάτι άλλο. 2. (γραμμ.), «συσχετικές αντωνυμίες», αντωνυμίες ερωτηματικές, αόριστες, δεικτικές και αναφορικές που έχουν αντίστοιχη έννοια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγκριτικός — ή, ό / συγκριτικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύγκριτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύγκριση, στην αντιπαραβολή, συσχετικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συγκριτικά ο συγκριτικός βαθμός τών επιθέτων νεοελλ. φρ. α) «συγκριτική μέθοδος» μέθοδος που… …   Dictionary of Greek

  • συνεισαγωγικός — ή, όν, Μ [συνεισάγω] συσχετικός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»